- Χείμαρρος
- Χείμαρροςwinter-flowingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χείμαρρος — winter flowing masc/fem nom sg χειμάρρους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
χείμαρρος — ο 1. ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται από τις βροχές. 2. η κοίτη ενός τέτοιου ρεύματος, το ξεροπόταμο. 3. καθετί ορμητικό και ακατάσχετο: Όταν μιλάει είναι χείμαρρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χείμαρρον — χείμαρρος winter flowing masc/fem acc sg χείμαρρος winter flowing neut nom/voc/acc sg χειμάρρους masc/fem acc sg χειμάρρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμάρροις — Χείμαρρος winter flowing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάρροις — χείμαρρος winter flowing masc/fem/neut dat pl χειμάρρους masc/fem/neut dat pl χειμάρρους masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμάρρου — Χείμαρρος winter flowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάρρου — χείμαρρος winter flowing masc/fem/neut gen sg χειμάρρους masc/fem/neut gen sg χειμάρρους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμάρρους — Χείμαρρος winter flowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάρρους — χείμαρρος winter flowing masc/fem acc pl χειμάρρους masc/fem nom pl χειμάρρους masc/fem nom/voc sg χειμάρρους masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)